Ο τεράστιος χώρος του θεάτρου, των περίπου 17 χιλιάδων θέσεων που βρίσκεται στη μέση του λόφου με άνοιγμα προς το μοναστήρι των Αγίων Σαράντα λειτουργούσε τότε ως χώρος συνελεύσεων του «Κοινού των Ηπειρωτών των περί Φοινίκην», στις οποίες λαμβάνονταν δημοκρατικά οι αποφάσεις για την ειρήνη ή τον πόλεμο ή η εκδίκαση υποθέσεων. Την εξουσία ασκούσαν τότε τρεις στρατηγοί, από τους οποίους ο ένας ήταν και ο επώνυμος άρχων, ο ίππαρχος, ο γραμματεύς της Βουλής και ο προστάτης προερχόμενοι από τα τρία κυριότερα φύλλα: τους Μολοσσούς, τους Χάονες και τους Θεσπρωτούς. Όλοι αυτοί εκλέγονταν με ετήσια θητεία από τη γενική συνέλευση. Χώρος λατρείας της Φοινίκης ήταν η Δωδώνη.
Το Θέατρο κτίστηκε τρεις φορές, αφού από τις ανασκαφές αποκαλύφτηκαν τρεις διαφορετικές κατασκευές. Η πρώτη φάση ανήκει στις αρχές του 4ου αιώνα π. Χ. Το υλικό κατασκευής είναι ντόπιο και κυρίως η πέτρα της σκηνής εξήχθη από τον ίδιο το λόφο.Η δεύτερη φάση κατασκευής ανήκει στον 3ο αιώνα π. Χ. Η διεύρυνση της σκηνής υπαγορεύτηκε τη στιγμή που η Φοινίκη έγινε κέντρο της Χαονίας και πρωτεύουσα της Ηπείρου.
Τα διαζώματα που διαχωρίζουν τις κερκίδες είναι τοποθετημένα έντεχνα και προσεκτικά. Το θέατρο που κτίστηκε σ’ αυτή τη φάση υπερβαίνει και τις διαστάσεις του θεάτρου της Δωδώνης, όπου η διάμετρος της ορχήστρας είναι 19,80 μέτρα ενώ της Δωδώνης είναι 19,20 μέτρα, η διάμετρος του κοίλου από το κέντρο μέχρι την κορυφή των κερκίδων είναι 129,5 μέτρα ενώ της Δωδώνης είναι 129 μέτρα. Στη σκηνή του θεάτρου βρέθηκαν τεράστια βάθρα και ίχνη ποδιών απάνω τους που κρατούσαν επίσης τεράστια αγάλματα αρχαίων θεών ή αυτοκρατόρων.
Η αρχαία πόλη των Φοινικαίων οχυρώθηκε έντονα σε τρεις φάσεις, γεγονός που το αναφέρει και ο ιστοριογράφος Πολύβιος: η πρώτη ξεκίνησε με την ίδρυση της πόλης κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. και εξακολούθησε μέχρι τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., η δεύτερη αρχίζει κατά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. όπου αποκορυφώνεται και η ανάπτυξη ολόκληρης της πόλης και η τρίτη ταυτίζεται με την περίοδο της έντονης ανάπτυξης της πόλης και την κοπή για πρώτη φορά του ντόπιου νομίσματος με την επιγραφή «Φοινικαίων» κατά τον 3ο αιώνα π. Χ.
Το κεντρικό δομικό συγκρότημα της πόλης ήταν η Ακρόπολη ή η Αγορά η οποία βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο του λόφου. Η Ακρόπολη τελούσε τον κυριότερο κοινωνικό ρόλο και τον διατήρησε αυτόν ως την παρακμή της πόλης. Στο χώρο αυτό βρίσκονται τα πιο αξιόλογα και τα πιο φροντισμένα μνημεία όπως είναι το θησαυροφυλάκιο και η βασιλική. Το θησαυροφυλάκιο που αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά από τον Ουγκολίνι (1926) χρησίμευε για τη στέγαση του θησαυρού της πόλης αλλά και του «Κοινού των Ηπειρωτών».
Δίπλα στο θησαυροφυλάκιο που είχε τη μορφή ακρόπολης φαίνονται ξεκάθαρα τα ίχνη μιας τεράστια βασιλικής. Η ιστορία αναφέρει τον Περεγρίνο «επίσκοπο Φοινίκης που αντιπροσώπευσε το 552 την Ήπειρο στην Δ’ Οικουμενική Συνδιάσκεψη, τον Βαλεριανό επί αυτοκράτορα Λέοντος, τον Φίλιππα το 516 και τον Ευστάθιο τον τελευταίο που το 568 μετέφερε την έδρα στο μοναστήρι του Μεσοποτάμου και αργότερα στο Δέλβινο και στη Μονή της Κάμενας κοντά στο Κακοδίκι.
Οι αρχαιολογικές έρευνες στη Φοινίκη αποκάλυψαν ότι η πόλη αυτή και στην αρχαιότητα και αργότερα ανέπτυξε έντονη λατρευτική δραστηριότητα όσο στα είδωλα τα οποία απεικονίζονται στα ευρήματα τόσο και στα ορθόδοξα χριστιανικά που ακολούθησαν. Λίγα μέτρα πιο πέρα από τη Βασιλική υπάρχουν υπολείμματα χριστιανικής εκκλησίας, ενώ στην τοποθεσία «Παλαιά αυλή» σώζονται ερείπια παλαιοχριστιανικών ναών με ποικίλα ψηφιδωτά. Ο επισκοπικός ναός της Φοινίκης τιμώμενος το όνομα της Θεοτόκου «Ζωοδόχου Πηγής» φαίνεται εξ αρχής να ήταν χτισμένος πάνω σε αρχαιότερη βασιλική και αργότερα ξανακτίστηκε καινούργιος με την ίδια ονομασία στο κέντρο της κωμόπολης που βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού.
Η σκαπάνη των αρχαιολόγων ανακάλυψαν στη Φοινίκη τη χαρακτηριστική οικεία των δύο περιστυλίων του 3ου αιώνα π.Χ. Η οικία είχε σχεδόν τετράγωνη κάτοψη και καλύπτει έκταση 700 τ.μ. Αποτελείται από μια μεγάλη τετράγωνη αυλή με περιστύλιο, γύρω από τα οποία διατάσσονται επιμέρους χώροι.
Την έκταση και την ισχύ της Φοινίκης μαρτυρούν η Νεκρόπολη, με την πλούσια κεραμική της, αλλά και τα πολυάριθμα νομίσματα που βρέθηκαν με την επιγραφή ΦΟΙΝΙΚΑΙΕΩΝ. Η Αλβανίδα νομισματολόγος κ. Σπρέσα Γκιονγκέτσαϊ σε επιστημονική της αναφορά το έτος 2006 ανακοινώνει την εύρεση των περίπου 358 ειδών νομισμάτων από τα οποία τα 314 ήταν ελληνικά. Οι επιγραφές των νομισμάτων μαρτυρούν την εμπορική συνδιαλλαγή της Φοινίκης με ανθισμένες πόλεις κατά τον 4-1 αι. π.Χ.